- ροδόπλοκος
- -η. -ο / ῥοδόπλοκος, -ον, ΝΑνεοελλ.πλεγμένος με ρόδα, με τριαντάφυλλαμσν.στολισμένος, κεντημένος με διακοσμητικά στοιχεία σε σχήμα ρόδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. ιό-πλοκος, πολύ-πλοκος].
Dictionary of Greek. 2013.